Μάρκος Βαμβακάρης, ο πατριάρχης του λαϊκού τραγουδιού
Αυτές τις μέρες κυκλοφόρησε ένα εξαιρετικό βιβλίο για τη ζωή και το έργο του Μάρκου Βαμβακάρη.
Η ζωή το έργο του και η πλήρης δισκογραφία του στις 78 στροφές στις 45 και στα LP
κυκλοφορεί από το Music Corner Πανεπιστημίου 56, Αθήνα
Τηλέφωνο: 210 3304000
Έχουν περάσει πάνω από 50 χρόνια απο τον θάνατο του Μάρκου, όμως η ψυχή του και το έργο του παραμένουν ζωντανά και ανακαλύπτονται συνέχεια από όλες τις επερχόμενες γενιές. Οι πρώτες εκτελέσεις, κυρίως με τον ίδιο τον Μάρκο να τραγουδάει, παραμένουν αξεπέραστες και μοναδικές, κι από όσες ακολούθησαν οι πιο ενδιαφέρουσες υπήρξαν αυτές που έγιναν, γύρω στο ’60, την εποχή που είχε αναλάβει καλλιτεχνικός διευθυντής στην Columbia ο Τσιτσάνης και για αρκετό διάστημα επανήλθε στην επικαιρότητα με την φωνή του Γρηγόρη Μπιθικώτση και άλλων πρωταγωνιστών της δισκογραφίας της εποχής.
Μια μοναδκή στιγμή στο βίντεο που ακολουθεί
Για την συνέχεια ενδεικτικά μερικές συλλογές του Μάρκου, με καθαρό ήχο, που θα τις βρείτε στα ψηφιακά δισκάδικα για streaming και download
Ένα μικρό απόσπασμα από το βιβλίο:
Μάρκος Βαμβακάρης ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ
Γεννήθηκα το 1905. 12 ετών έφυγα
από τη Σύρα και ήλθα στον Πειραιά.
Έμενα σε μια θεία μου στα Ταμπούρια
κι έγινα χαμάλης στο λιμάνι.
Λυγίζανε τα πόδια μου από το βάρος
και όταν τελείωνε η δουλειά,
αποτραβιόμουν
πίσω από τα τσουβάλια με τη ζάχαρη
κι έκλαιγα.
Εκεί, στα Ταμπούρια,
ξεμυαλίστηκα με το μπουζούκι.
Στα 1925 ήλθε στο σπίτι μας ένας
Αϊβαλιώτης, φίλος του πατέρα μου,
που πρωτόφερε το μπουζούκι
στον Πειραιά.
Τρελάθηκα. Μου άρεσε τόσο πολύ
που σ’ έξι μήνες είχα μάθει.
Κανείς δε μου έκανε μαθήματα
στο μπουζούκι. Όχι, τίποτες.
Άκουγα τους παλιούς και έμαθα.
Το μπουζούκι είχε τη δύναμη
να μου γλυκάνει τη ζωή.
Έκανα το πρώτο μου συγκρότημα
και άρχισα να παίζω.
Η φωνή μου όμως
δεν ήτανε για τραγούδι.
Δεν είχα την πεποίθηση
αν η φωνή μου
είναι εντάξει για τραγούδι.
Αλλά αυτή έψαχναν οι εταιρείες.
Άκουγαν, ένας Μάρκος,
Συριανός στον Πειραιά, μπουζούκι,
μαζεύει τον κόσμο όπου πάει.
Κι έτσι ήτανε.
Όταν έπαιζα καθόντουσαν
και δεν έβγαζε κανείς μιλιά,
παρά ακούγανε το όργανο
και τους άρεζε.
Πάω στην Columbia, τους λέω
”Εγώ δεν ξέρω να τραγουδάω.”
Μα έτσι, μα αλλιώς, επιτέλους
με βάλανε και τραγούδησα το:
”Έπρεπε να ‘ρχόσουν,
μάγκα μου, μες στον τεκε μας”.
Μόλις το άκουσαν εμείνανε άναυδοι.
Μου λένε: ”Αυτό θέλουμε, έχεις άλλο;”
Πώς δεν έχω… Και λέω το
”Χαρμάνης είμαι απ’ το πρωί”.
”Μάρκο, φέρε μας τραγούδια.”
Είχα γράψει κάπου εξήντα.
Δεν είχα ιδέα ότι θα τα τραγουδήσω
κιόλας τα τραγούδια.
Εμένα δε μ’ ένοιαζε τίποτας άλλο
παρά το μπουζουκάκι μου,
διότι ήξερα ότι θα με βγάλει
ασπροπρόσωπο μια μέρα.
Γι’ αυτό το όργανο θυσίασα το παν.
Με κυρίεψε.
Όμως και με ανέβασε ψηλά…
Ο κόσμος με ξέρει.
Όπου και να πας ο κόσμος με ξέρει.
Δεν περίμενα με το μπουζούκι.
Με το μπουζούκι!…
Δεν περίμενα να φτάσω
σε τέτοιο μεγάλο πράμα.
”Ο Μάρκος Υπουργός,
Ο Μάρκος πολυτεχνίτης,
Δε θέλω πλούτη και λεφτά,
Αντιλαλούν οι φυλακές,
Όλοι οι ρεμπέτες του ντουνιά,
Η Κλωστηρού,
Για σένα μαυρομάτα μου,
Τα ματόκλαδά σου λάμπουν,
Η Φραγκοσυριανή.”
Ζω ήσυχος, οικογενειάρχης,
με καλή κι αγαπημένη γυναίκα
και τα τρία μου αγόρια.
Τα παιδιά μου τα λατρεύω
και τα σπουδάζω και τα τρία,
για να ζήσουν μεθαύριο άνθρωποι
ηθικοί και χρήσιμοι στην κοινωνία,
για να τα βλέπω, να τα καμαρώνω
και να χαίρομαι.
Στο κρεβάτι, ήσυχα πέφτω
να κοιμηθώ. Δόξα τω Θεό.
Και, τόσες να μου πεις αμαρτίες;
Δεν έχω.
Το μόνο που κυνηγούσα
τις γυναίκες, όταν ήμουνα νέος.
Μ’ αρέσανε.
Άλλο τίποτες δεν είχα κάνει.
Ούτε πήγα να ληστέψω κανέναν.
Αν έχω μια δεκάρα, τη μισή τη δίνω.
Μάρκος Βαμβακάρης
το 1972, έφυγε από τη ζωή.