Μαίρη Λώ,
πάντα αγαπημένη
H Μαίρη Λω ψευδώνυμο της Μαρίας Μαντωνανάκη γεννήθηκε την Πρωτοχρονιά του 1928 στο Παλαιό Φάληρο και συνεχίζει, έως σήμερα, να διαμένει στην περιοχή. Η περίοδος ακμής της αρχίζει το 1948 με το τραγούδι «Καπετάνιε, Καπετάνιε, χαμογέλα», σε μουσική Νίκυ Γιάκοβλεφ και στίχους Κώστα Νικολαϊδη, πού γράφτηκε για την Ελληνική ταινία «Άννα Ροδίτη». Για δεκαετίες ήταν πολύ δημοφιλής από τις ραδιοφωνικές εκπομπές με την Ελαφρά Ορχήστρα του ΕΙΡ και τις παραγωγές ηχογραφημάτων σε δίσκους 45″. Τιμήθηκε στο Φεστιβάλ Τραγουδιού Θεσσαλονίκης, λαμβάνοντας το Γ΄ Βραβείο το 1960. Συνεργάστηκε με τον Μάνο Χατζιδάκι, ερμηνεύοντας τραγούδια του όπως τα: «Μη τον ρωτάς τον ουρανό», «Το λιμάνι», «Η λατέρνα», «Εφτά τραγούδια θα σου πω». .Διακρίθηκε με την ιδιότυπη, στομφώδη φωνή της στην εκτέλεση ελαφρών τραγουδιών του συζυγού της Νικυ Γιακοβλεφ μουσικοσυνθετη , που ήταν παράλληλα και ιδιοκτήτης του διάσημου την εποχή του ζαχαροπλαστείου “Πέτρογραδ” της οδού Σταδίου.
Ευρύτερα γνωστή στο μουσικό χώρο έγινε το 1948 με το τραγούδι «Καπετάνιε, Καπετάνιε, χαμογέλα», σε μουσική Νίκυ Γιάκοβλεφ και στίχους Κώστα Νικολαϊδη, πού γράφτηκε για την Ελληνική ταινία «Άννα Ροδίτη». Ερμήνευσε μεταξύ άλλων τις επιτυχίες «Θάλασσα θάλασσα» (1949), «Ράβε τα προικιά σου» (1953), «Ξαναβλέπω το μικρό το αμαξάκι» (1954), «Κοριτσάκι μου με τα παράξενα κινέζικά σου μάτια» (1955), «Καλή αντάμωση» (1960) και άλλα. Κατέστη πολύ δημοφιλής από τους δίσκους της, καθώς και από εμφανίσεις σε ραδιοφωνικές εκπομπές. Τιμήθηκε στο Φεστιβάλ Τραγουδιού Θεσσαλονίκης, λαμβάνοντας το Γ΄ Βραβείο το 1960. Συνεργάστηκε με τον Μάνο Χατζιδάκι, ερμηνεύοντας τραγούδια του όπως τα: «Μη τον ρωτάς τον ουρανό», «Το λιμάνι», «Η λατέρνα», «Εφτά τραγούδια θα σου πω», ενώ συνεργάστηκε και με τους Ανδρέα Χατζηαποστόλου, Γιώργο Μαλλίδη και άλλους. Η Μαίρη Λω παντρεύτηκε τον μουσικοσυνθέτη Νίκυ Γιάκοβλεφ το 1951 και απέκτησαν δύο παιδιά, την Ελένη-Ντολόρες (γ. 1953) και τον Νικυ (γ. 1971). Κατοικεί στο Παλαιό Φάληρο. Σήμερα η Μαίρη Λω στα 97 της είναι η γηραιότερη ελληνίδα τραγουδιστρια εν ζωή μετά το θάνατο της Καίτης Γκρέυ στις 19 Ιανουαρίου τπυ 2025 και της Στέλλας Γκρέκα.
τα εξώφυλλα από την απολαυστική δισκογραφία της ακολουθούν, αναζητείστε τον ήχο της Μαίρης Λώ, στα ψηφιακά και ηλεκτρονικά μουσικοπωλεία
μια λίστα τραγουδιών της από το Spotify. Δεν χρειάζεται να είστε συνδρομητής για να την ακούσετε, αρκεί να κατεβάσετε τη δωρεάν εφαρμογή
Δυο κείμενα για την κοινή πορεία των δυο καλλιτεχνών, Μαίρη Λω και Νίκυ Γιάκοβλεφ
Μαίρη Λω – Νίκυ Γιάκοβλεφ Ένα από τα σημαντικότερα καλλιτεχνικά ζευγάρια του αλλοτινού μοντέρνου ελληνικού τραγουδιού αποτέλεσαν η Μαίρη Λω και ο Νίκυ Γιάκοβλεφ, που ξεκίνησαν την καριέρα τους, αμέσως μετά τον πόλεμο, το 1946 και το 1951 παντρεύτηκαν. Μαίρη Λω – Νίκυ Γιάκοβλεφ. Ο Νίκυ Γιάκοβλεφ ήταν εξαιρετικός συνθέτης και πιανίστας, με πολλές διακρίσεις σε ελληνικά και ξένα φεστιβάλ και εμφανίσεις σε μεγάλους ραδιοσταθμούς και τηλεοπτικά δίκτυα της Ευρώπης, B.B.C. κ.λ.π. Έπαιζε πιάνο από τα 7 του χρόνια. Γεννήθηκε στη Ρωσία το 1910. Το 1917 βρέθηκε με την οικογένειά του στην Κωνσταντινούπολη όπου και ξεκίνησε μουσικές σπουδές σε Γαλλικό Κολλέγιο, ενώ, συγχρόνως, πήρε μαθήματα πιάνου και από Ρώσους καθηγητές. Στην Αθήνα ήρθε το 1934, όπου και εργάστηκε ως μουσικός. Στη δισκογραφία εμφανίστηκε αμέσως μετά τον πόλεμο, αφού, προηγουμένως, είχε γνωρίσει τη Μαίρη Λω, που έγινε η μούσα του στη ζωή και την τέχνη. Συνεργάστηκε με τους αναγνωρισμένους στιχουργούς της εποχής: Κώστα Κοφινιώτη, Κώστα Νικολαϊδη, Κώστα Μάνεση, Κώστα Πρετεντέρη κ.α. τα περισσότερα, όμως, τραγούδια του τα έγραψε με στίχους του Πυθαγόρα, με τον οποίο πρωτοσυνεργάστηκε το 1954 (Το μικρό το αμαξάκι). Από τις ιδιαίτερες περιπτώσεις συνθετών μιας άλλης εποχής που κινήθηκε ανάμεσα στις κλασικές φόρμες και το μοντέρνο τραγούδι, μεταφέροντας συχνά, στη μουσική του στοιχεία από ρώσικες και σλάβικες μελωδίες. Επίσης, έγραψε μουσική για το θέατρο και τον κινηματογράφο, ενώ, παράλληλα με τις μουσικές του δραστηριότητες υπήρξε και ιδιοκτήτης του θρυλικού ζαχαροπλαστείου «Πέτρογραδ» ή «Ρωσικόν» της οδού Σταδίου, το οποίο είχε ανοίξει ο πατέρας του από το 1934. Η Μαίρη Λω γεννήθηκε στο Φάληρο το 1928 και το πραγματικό της όνομα είναι Μαρία Μαντονανάκη. Σπούδασε φωνητική και ήταν μαθήτρια του γυμνασίου όταν γνωρίστηκε με τον Νίκυ Γιάκοβλεφ, που την μύησε στο μοντέρνο τραγούδι. Πλάι του, γνώρισε μεγάλη επιτυχία στα κέντρα, τους δίσκους και το ραδιόφωνο, ενώ, εμφανίστηκε στο Λονδίνο, το Παρίσι, τις Βρυξέλλες, το Αμβούργο, τη Βαρκελώνη, το Λουξεμβούργο μέχρι και την Αίγυπτο. Ιδιαίτερη υπήρξε η παρουσία της στα πρώτα Φεστιβάλ Μεσογειακού Τραγουδιού της Βαρκελώνης, όπου το 1961 πήρε το 4ο βραβείο, με το τραγούδι Νύχτα, ενώ ηχογράφησε τραγούδια και στα Ισπανικά. Το 1959 συνεργάστηκε με τον Μάνο Χατζιδάκι (Μη τον ρωτάς τον ουρανό, Εφτά τραγούδια θα σου πω, Το λιμάνι, Η λατέρνα), τα περισσότερα, όμως, και χαρακτηριστικότερα τραγούδια της ανήκουν στον Νίκυ Γιάκοβλεφ: Τα δυο σου χέρια, Καπετάνιε χαμογέλα, Μοίρες, Καλή αντάμωση ματάκια γαλανά (Γ’ βραβείο Φεστιβάλ τραγουδιού του Ε.Ι.Ρ. 1960), Το μικρό το αμαξάκι, Το τσαντηράκι, Δυο κιθάρες, Ο βασιλικός, Νύχτα κ.α. Τα τραγούδια τους εκδόθηκαν με τις ετικέτες: Odeon – Parlophone, Columbia – His Masters Voice, Fidelity, Dot και Belter.
Κείμενο του Παύλου Πισσάνου απο το facebook
ΝΙΚΥ ΓΙΑΚΟΒΛΕΦ – ΜΑΙΡΗ ΛΩ Αγαπήθηκαν μέχρι το θάνατο τους
Ήταν Νοέμβρης του 1976, αργά το απόγευμα, όταν ο καλός μου φίλος και πελάτης μου Τζώρτζης Αθανασιάδης, εκδότης με τον αδερφό του Πάνο της “Βραδυνής”, μου τηλεφώνησε και μου έδωσε ένα τηλέφωνο να ζητήσω στο ίδρυμα Αθανασιάδη – Μποδοσάκη τον κύριο Νίκυ Γιάκοβλεφ για μία δουλειά. Τηλεφώνησα, μίλησα με τον Νίκυ Γιάκοβλεφ και το απόγευμα της επόμενης ημέρας βρέθηκα στην αυτοκρατορία του Πρόδρομου Μποδοσάκη Αθανασιάδη, που βρίσκεται στην Λεωφόρο Αμαλίας, με είσοδο από το στενό δρόμο της εκκλησίας της οδού Φιλελλήνων. Ένα πρόσωπο στο γκισέ της εισόδου με οδήγησε σε μία τεράστια πολυτελή αίθουσα Συμβουλίων διακοσμημένη γύρω γύρω με πίνακες ζωγραφικής με εργοστάσια, με τσαμπιά από σταφύλια κι άλλα. Εκεί με περίμενε μια ομάδα από τέσσερα καλοντυμένα άτομα που ανήκαν στην “Ελληνική Εταιρεία Οίνων και Οινοπνευμάτων”. Χαιρετηθήκαμε, συστηθήκαμε και κάθισα σε μία κλασική καρέκλα όπως μου υπέδειξαν.
Σε λίγο, άνοιξε η πόρτα της αίθουσας και μπήκαν δύο κύριοι. Ο ένας ήταν ο γνωστός φιλάνθρωπος Πρόδρομος Μποδοσάκης και ο άλλος ένας μετρίου αναστήματος κύριος με μαύρο κοστούμι, κόκκινο κομψό παπιγιόν και μονόκλ στο ένα μάτι, ο Νίκυ Γιάκοβλεφ.
Ο Πρόδρομος Μποδοσάκης, που μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση το διεισδυτικό βλέμμα του και η πηγαία ευγένειά του, μου δήλωσε ότι με είχε γνωρίσει εξ αποστάσεως στο κινηματοθέατρο Rex της οδού Πανεπιστημίου, όπου είχε παρευρεθεί με τον Τζώρτζη Αθανασιάδη σε ένα από τα μουσικά πρωινά που έκανα για λογαριασμό του συγκροτήματος ΒΡΑΔΥΝΗ, με την παρουσίαση του Ηλία Καραμανέα. Όταν έφυγε ο Μποδοσάκης, πήρε το λόγο ο Νίκυ Γιάκοβλεφ.
– Εγώ είμαι πιανίστας και συνθέτης, κατάγομαι από τη Ρωσία, γυναίκα μου είναι η Μαίρη Λω και εδώ δεν ξέρω ακριβώς πώς βρέθηκα να κάνω τον καλλιτεχνικού διευθυντή του V.S.O.P “Brandy Botrys”. Το γνωρίζετε το Botrys; με ρώτησε.
– Το γνωρίζω, κύριε Γιάκοβλεφ. Γνωρίζω και σας όταν, πριν από χρόνια, παίζατε πιάνο στο “Πέτρογραδ”.
Ο Νίκυ έδειξε τη βαθιά ικανοποίησή του που γνώριζα το “Πέτρογραδ”, πολυτελές ζαχαροπλαστείο στην οδό Σταδίου 29, όπου σύχναζε η κοσμική Αθήνα.
– Χρειαζόμαστε τα φώτα σας, κύριε Πισάνο. Εσείς σαν διαφημιστής θα μας συμβουλεύσετε τι πρέπει να κάνουμε.
– Είμαι στη διάθεσή σας. Ρωτήστε με ό, τι θέλετε.
Ο Νίκυ Γιάκοβλεφ άνοιξε μία χαρτοσακούλα και τοποθέτησε στο τραπέζι του συμβουλίου ένα μπουκάλι.
Αυτό είναι ένα Brandy Botrys, ποτό υψηλής επιλογής που το πίνουν οι βασιλείς, οι πρωθυπουργοί και, ενίοτε, ένα μέρος του λαού που ξεχωρίζει για το γούστο του. Με αντιλαμβάνεσθε;
– Απολύτως! Συνεχίστε, κύριε Γιάκοβλεφ!
– Εγώ δεν έχω να πω τίποτα άλλο παρά μόνο ότι χρειάζομαι για το Botrys διαφήμιση για τον Κινηματογράφο και την Τηλεόραση. Ο λόγος δικό σας!
……………….
Τους επόμενους δύο μήνες είχε τελειώσει μια πρωτότυπη διαφήμιση για το μπουκάλι Botrys. Πάνω σ’ ένα πολυτελές τραπέζι με ξηρούς καρπούς συγκεντρώνονται τα μακρόλαιμα ποτήρια του brandy για να ψηφίσουν Βασιλεία και βασιλιά.
Ψηφίζω το Brandy Botrys με slogan: «Brandy Botrys! Βασιλεύει!
Το γύρισμα έγινε καρέ – καρέ σε ταινία 35 mm. Κράτησε έναν ολόκληρο μήνα. Δουλέψαμε με πολύ όρεξη. Παρών σε όλο το γύρισμα και ο Νίκυ Γιάκοβλεφ. Σε μία δοκιμαστική προβολή, ο Νίκυ έφερε μαζί του τη Μαίρη Λω. Ήταν, θυμάμαι, ντυμένη με ένα πυροκόκκινο ταγιέρ και ένα αραχνοΰφαντο κίτρινο φουλάρι στο λαιμό. Το ντύσιμο της μύριζε Coco Chanel και της τό ‘πα.
-Το βρήκες! μου είπε ενθουσιασμένη. Μετά τη δοκιμαστική προβολή της διαφήμισης του Brandy πήγαμε για καφέ στο Βυζαντινό του Χίλτον. Εκεί γνώρισα το ζευγάρι από κοντά, στην καθημερινότητά του. Θα μου μείνει αξέχαστη η εμπειρία που σχημάτισα για τους χαμηλούς τόνους και τα υψηλής έκφρασης και ποιότητας δημιουργικά όνειρα του ζευγαριού.
Η Μαίρη αγαπούσε βαθιά και θαύμαζε απεριόριστα τον άντρα της τον Νίκυ. Το ίδιο και εκείνος για εκείνη.
Εκείνη με μακιγιάζ χτένισμα και ντύσιμο έμοιαζε μοντέλο Γαλλικού τύπου. Ο Νίκυ, με το φανταστικό του παπιγιόν, το μονόκλ και τα εντυπωσιακά κουστούμια του έμοιαζε με λόρδο Αγγλικού τύπου.
Η Μαίρη γεννημένη στο τέλος δεκαετίας του 1920, μεγαλωμένη σε ένα αστικό σπίτι της μεταπολεμικής Ελλάδος, στο Παλαιό Φάληρο, ονειρευόταν να γίνει τραγουδίστρια. Η Βέρα Ζαβιτσιάνου μαζί με μία Φαληριώτισσα, τη Μαρί, και τη Μαίρη συνθέτουν το “Τρίο Σταρ” και κάνουν πάταγο.
Η Μαίρη έγινε σύζυγος του Νίκυ και του χάρισε δύο χαριτωμένα παιδιά. Την εποχή εκείνη η Μαίρη Λω επιβάλλεται, με τη βοήθεια και του Νίκυ, ως “πρώτο όνομα” και η φωνή της κυριολεκτικά μάγευε στο ραδιόφωνο της δεκαετίας του ’70 και του ’80. Παίρνει το τίτλο της πρώτης τραγουδίστριας, το Σεπτέμβριο του 1960, που εμφανίστηκε στην Ελληνική Τηλεόραση, συνοδευμένη από τον αγαπημένο της Νίκυ.
Όταν ο βραβευμένος με Oscar Alexandre Despkt εμφανίστηκε στο Ηρώδειο, στο τέλος της παράστασης, πλησίασε τη Μαίρη Λω, την ασπάσθηκε και της ομολόγησε: “Η μητέρα μου θαυμάζει τη φωνή σου. Το ίδιο και εγώ”. Ο Νίκυ έφυγε για τη γειτονιά των αγγέλων το 1981. Σε ολόκληρο τον υπόλοιπο χρόνο τη ζωής της η Μαίρη Λω έζησε με την ανάμνηση του μεγάλου αγαπημένου της.