Λάκης Παπαστάθης,
Αναζητώντας τη χαμένη εικόνα
γράφει ο Μωυσής Ασέρ
Ο Λάκης Παπαστάθης (1943 -2023) υπήρξε σκηνοθέτης του κινηματογράφου και της τηλεόρασης, που εμφανίστηκε κυρίως μέσα από την μακροχρόνια υποδειγματική τηλεοπτική εκπομπή Παρασκήνιο της οποίας υπήρξε συμπαραγωγός μαζί με τον Τάκη Χατζόπουλο, (Cinetic) μιας ξεχωριστής τηλεοπτικής εκπομπής της κρατικής τηλεόρασης που για πολλά χρόνια γυρίζονταν σε φιλμ και που τα περιεχόμενα της έμειναν ιστορικά όσο για την καταγραφή προσώπων και πραγμάτων, όσο και για τη ουσιαστική προσέγγιση στα θέματα αυτά.
Λίγο πριν το Παρασκήνιο, είχε συνεργαστεί με τον Σαββόπουλο, με εμβόλιμες ταινίες στις παραστάσεις του κι ένα ωραίο ντοκυμαντέρ με τίτλο “Χαίρω πολύ” κι απ’ ότι μαθαίνουμε το υλικό της συνεργασίας αυτής ψηφιοποιείται, βελτιώνεται και θα προβληθεί σύντομα.
Άλλες σημαντικές συνεργασίες του Λάκη Παπαστάθη ήταν η συνεργασία του με τον σκηνοθέτη, Αλέξη Δαμιανό στη περίφημη Ευδοκία, και φυσικά 4 ταινίες μεγάλου μήκους που έχουν την υπογραφή του
Η πρώτη του ταινία μικρού μήκους Γράμματα από την Αμερική μπορείτε να την δείτε εδώ
Το πλούσιο βιογραφικό του θα το βρείτε στο site του που ευτυχώς είναι ακόμα ενεργό.
https://lakispapastathis.gr
Εκεί βρήκαμε ότι έχει υπογράψει μερικά βιβλία και πολλά ακόμη τηλεοπτικά και διαφημίσεις
Αυτές τις μέρες, 2 χρόνια από το θάνατό του, επανέρχεται στην επικαιρότητα για 3 λόγους σοβαρούς κι άλλους πολλούς λιγότερο σημαντικούς.
Στο μουσείο Μπενάκη , στην οδό Πειραιώς, παρουσιάστηκε μια έκδοση για τη ζωή και το έργο του, μαζί με μια έκθεση με τιτλο «Λάκης Παπαστάθης – Αναζητώντας τη χαμένη εικόνα» που θα διαρκέσει ως το καλοκαίρι
https://www.benaki.org
Στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος θα παρουσιαστούν όλες οι ταινίες του http://www.tainiothiki.gr
Αυτό που ξεχωρίζει τον Λάκη Παπαστάθη σαν άνθρωπο της εικόνας αλλά και γενικότερα σαν προσωπικότητα της τέχνης, είναι η εντιμότητα του έργου του και στάση του απέναντι στην εκάστοτε εξουσία που ποτέ δεν υπηρέτησε. Κράτησε μια αυτόνομη υπερκομματική καλλιτεχνική στάση, δεν αναζήτησε στήριξη από πολιτικές παρατάξεις, και η παρουσία του στη κρατική τηλεόραση υπήρξε σίγουρα εναλλακτική. Κι αυτός είναι ένας από τους λόγους που το έργο του δεν έγινε ιδιαίτερα γνωστό και δημοφιλές, αν και σε ποσότητα ειναι μεγάλο και σε πολλά επίπεδα αξιόλογο. Παρέμεινε έτσι να εχει την αγάπη και την εκτίμηση από τους του ομότεχνούς του, που κι αυτό είναι βεβαια σημαντικό.
Διαβάσαμε στην wikipedia τα παρακάτω για τον Λάκη Παπαστάθη
Ήταν ένας από τους κύριους εκπροσώπους του Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου, αλλά και ένας πολύπλευρα δημιουργικός άνθρωπος, ο οποίος άφησε το αποτύπωμά του σε ποικίλα είδη τέχνης και με διαφορετικά μέσα έκφρασης (κινηματογράφος, τηλεόραση, λογοτεχνία, κριτική κ.α.).
Πολυδιάστατη πνευματική προσωπικότητα, ο Παπαστάθης θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους σκηνοθέτες της γενιάς του και παράλληλα ένας από τους θεμελιωτές του πολιτιστικού ντοκιμαντέρ στην ελληνική τηλεόραση, κυρίως μέσω της εκπομπής «Παρασκήνιο» την οποία δημιούργησε μαζί με τον σκηνοθέτη Τάκη Χατζόπουλο το 1976.
Ο Λάκης Παπαστάθης γεννήθηκε στον Βόλο το 1943, τελείωσε το γυμνάσιο στη Μυτιλήνη και σπούδασε στο Κέντρο Σπουδών Κινηματογράφου (1963).
Από πολύ νωρίς στη σταδιοδρομία του σκηνοθέτησε μικρού και μεγάλου μήκους κινηματογραφικές ταινίες, οι οποίες απέσπασαν επαίνους από την κριτική για την αισθητική αρτιότητα και το βάθος του περιεχομένου τους, καθώς και πλήθος βραβείων.
Ο Λάκης Παπαστάθης σκηνοθέτησε συνολικά τέσσερις μεγάλου μήκους ταινίες: «Τον καιρό των Ελλήνων« (1981), «Θεόφιλος» (1987), «Το μόνον της ζωής του ταξείδιον» (2001), «Ταξίδι στη Μυτιλήνη» (2010). Οι ταινίες του απέσπασαν πολλά κινηματογραφικά βραβεία στην Ελλάδα, μεταξύ άλλων σκηνοθεσίας και καλύτερης ταινίας στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και στα Κρατικά Βραβεία Κινηματογράφου, ενώ συμμετείχαν επίσης σε διεθνή φεστιβάλ.
Αρχισε τη διαδρομή του στον κινηματογράφο με ταινίες μικρού μήκους το 1963. Το 1972 το φιλμ «Γράμματα από την Αμερική» απέσπασε το βραβείο καλύτερης ταινίας μικρού μήκους στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης της συγκεκριμένης χρονιάς.
Παράλληλα, τo πιο σημαντικό ίσως κεφάλαιο της καλλιτεχνικής του ζωής ήταν η πολιτιστική εκπομπή «Παρασκήνιο» την οποία δημιούργησε μαζί με τον σκηνοθέτη Τάκη Χατζόπουλο και η οποία άρχισε να προβάλλεται στην ΕΡΤ το 1976. Ο Παπαστάθης σκηνοθέτησε ο ίδιος δεκάδες επεισοδίων του «Παρασκηνίου», τα οποία απαθανάτισαν σπουδαία πρόσωπα της πνευματικής ζωής της χώρας και αποτελούν διαχρονικά μείζον τμήμα του ιστορικού αρχείου της ελληνικής τηλεόρασης. Ξεχωρίζουν -μεταξύ πολλών άλλων- τα ντοκιμαντέρ του Λάκη Παπαστάθη για τον ποιητή Μανόλη Αναγνωστάκη.
Ως τον Ιούνιο του 2013, όταν έκλεισε η ΕΡΤ και διακόπηκε η εκπομπή, το «Παρασκήνιο» είχε ξεπεράσει τα εννιακόσια θέματα (δεκαοκτάλεπτα, ημίωρα ή διάρκειας 52 λεπτών). Κατά καιρούς στο «Παρασκήνιο» εργάστηκαν περί τους διακόσιους σκηνοθέτες καθώς και σημαντικοί δημοσιογράφοι, μελετητές και τεχνικοί του κινηματογράφου.
Ο Λάκης Παπαστάθης σκηνοθέτησε επίσης ιστορικά ντοκιμαντέρ στο πλαίσιο της σειράς «Αναζητώντας τη Χαμένη Εικόνα», η οποία στηρίχθηκε αποκλειστικά σε κινηματογραφικά ντοκουμέντα. Το κύκνειο άσμα του στη μικρή οθόνη ήταν η σκηνοθεσία εκπομπών στο πλαίσιο της σειράς «Υστερόγραφο» της ΕΡΤ, έως και το 2022.
Κειμενο του Φοίβου Δεληβοριά από τον πρόλογο στο βιβλίο, που ανέβηκε στη σελίδα του στις
5 Απριλίου 2025 ·
Ο ΛΑΚΗΣ ΠΑΠΑΣΤΑΘΗΣ, ΜΙΑ ΠΑΡΕΑ ΚΙ ΕΝΑ ΜΟΝΟΠΑΤΙ
(Κείμενό μου για το εξαιρετικό λεύκωμα «Γενικό Πλάνο» που επιμελήθηκε η σκηνοθέτις και συνεργάτιδά του, Κατερίνα Ευαγγελάκου. Μη χάσετε την έκθεση στο Μουσείο Μπενάκη για το έργο του. Είναι υψηλής σημασίας- και απόλαυσης)
Υπήρξαν κάποια στιγμή στην Ελλάδα μια παρέα κι ένα μονοπάτι. Σε αυτή την παρέα δεν χρειαζόταν να γνωρίζει ο ένας τον άλλο. Κι αυτό το μονοπάτι, αν το έπαιρνες, δεν έβγαινες ντε και καλά εκεί που έβγαινε ο επόμενος. Άφησε ωστόσο αυτή η παρέα χνάρι μοναδικό στα μεταπολεμικά χρόνια. Και το μονοπάτι της θα μας θυμίζει πάντα ότι ο τόπος για λίγο καιρό εκφράστηκε συνθετικά και συμβάδισε με τον υπόλοιπο κόσμο. Χωρίς μεταπρατισμούς, χωρίς εκχώρηση της ιδιοσυστασίας του.
Μιλάμε για εκείνο το αμετάκλητο που συνέβη μέσα στη χαραμάδα μίας εικοσαετίας περίπου, ξεκινώντας από το 1966. Τότε συστήθηκε η παρέα των αγνώστων. Νεαροί Έλληνες συνθέτες, εικαστικοί, κινηματογραφιστές, στοχαστές, παιδιά του θεάτρου, πεζογράφοι, ποιητές και κριτικοί είδαν –λίγο πριν λιποθυμήσει η χώρα για εφτά ολόκληρα χρόνια‒ την ορθάνοιχτη πύλη. Μπήκαν ο ένας μετά τον άλλον και κρατήθηκαν εκεί, σαν μέσα σε όνειρο. Ούτε η δικτατορία, ούτε η μετανάστευση, ούτε η μεταπολίτευση, ούτε η Αλλαγή τους σταμάτησε από το να νοηματοδοτούν το μέρος και την εποχή, με τρόπο πρωτότυπο, σκληρό και ευφυή. Με χιούμορ μελαγχολικό, ερωτισμό ασυγκράτητο και μια σοφή αίσθηση του ανικανοποίητου.
Πατέρας τους ήταν η Γενιά του ’30 και μητέρα τους η εξόριστη Αριστερά. Οι δύο κόσμοι δηλαδή που δεν συναντήθηκαν τη στιγμή που έπρεπε, τη στιγμή της Απελευθέρωσης από τους Γερμανούς, με αποτέλεσμα μια ακόμη τραγωδία μετά τη μικρασιατική.
Ο γάμος είχε βέβαια γίνει ήδη δύο φορές. Την πρώτη μέσα από τη μουσική του Θεοδωράκη και τη δεύτερη μέσα από την τριλογία του Τσίρκα. Ο Σεφέρης εκεί πρωτοπερπάτησε, στο πλάι των αφηγήσεων των εξορίστων. Ο ελληνοκεντρικός κοσμοπολιτισμός των αστών νέων του ’35 εκεί πρωτοφιλήθηκε με τους πνιγμένους στο ποτάμι της προδομένης –από χίλιες πλευρές‒ εθνικής αντίστασης. Αν βάλεις πλάι σ’ αυτά και τον αμετάφραστο στην εποχή του Δράκο του Κούνδουρου, έχεις τον πλήρη χάρτη που τους οδήγησε.
Έξω άλλωστε από τον ελληνικό γάμο των αντιθέτων υπήρχε και η διεθνής συναστρία, που φώτιζε ‒σαν έκρηξη βεγγαλικών‒ τον δρόμο: το ροκ εν ρολ, “τα παιδιά του Μαρξ και της κόκα-κόλα”, το “νακ και πώς να το αποκτήσετε”, η Αμερική του Μπέρκλεϊ.
*
Ο Λάκης Παπαστάθης είναι για μας από τις πιο αποφασιστικές, πιο στέρεες περιπτώσεις απ’ όσους μπήκαν σ’ αυτή την περιπέτεια. Μπορεί η μεγάλου μήκους φιλμογραφία του να υπήρξε –άθελά του‒ αριθμητικά ισχνή, το σινεμά του όμως νίκησε (όπως τα χειρόγραφα του Σολωμού, όπως ο αόρατος για χρόνια Κάλβος, όπως ο αυτοεκδιδόμενος Καβάφης) μέσα από την υπέροχη διασπορά του στο Παρασκήνιο και σε όλο το πνεύμα της Cinetic, καθώς και μέσα από τα έξοχα διηγήματά του.
Στο Παρασκήνιο δεν έκανε μόνο το μικρό πολιτιστικό ρεπορτάζ που –νόμιζε ότι‒ του είχε ζητήσει η μεταπολιτευτική ΕΡΤ. Έκανε μια μακράς πνοής σπουδή στην Ιστορία, στην απ-εικόνιση της ανείδωτης πραγματικότητας του τόπου μας. Παραγγέλλοντας σε όλους τους συνομηλίκους του και νεότερους σκηνοθέτες, αλλά και στον ίδιο του τον εαυτό, μικρές ταινίες για τα πάλκα, τα καφενεία, τα καμαρίνια, τα στέκια και τα εργαστήρια, ανέδειξε με μάτι και γλώσσα αδιαμεσολάβητα κινηματογραφική τον ποιητικό ψυχισμό μας και έκανε ‒χωρίς να τον παίρνει κανείς είδηση‒ τη Μεγάλη Ελληνική Ταινία.
Πεισματικά με φιλμ μέχρι κάποια στιγμή (υπέροχο ασπρόμαυρο τα πρώτα χρόνια και έγχρωμο της polaroid στη συνέχεια) έκανε τηλεόραση όπως θα έκαναν ο Γκάτσος, ο Σκαρίμπας, ο Λορεντζάτος, ο Μπουζιάνης ή ο Μόραλης. Έβλεπε πίσω απ’ τα τοπία και τα πρόσωπα, πίσω απ’ τα ρημάδια της πολιτικής και πέρα από τη μυωπία της μαρκίζας.
Όταν ακούμε τη φωνή του off πίσω απ’ τις εικόνες (αυτή την υπέροχη, ταυτοχρόνως αποστασιοποιημένη και τραγουδιστή φωνή), σκεφτόμαστε τα παιδιά των Cahiers du Cinema, τον Αλεξάντρ Αστρίκ και την κάμερα-στιλό και αισθανόμαστε αυθαιρέτως μια συγγένεια με τη φωνή –που δεν ακούσαμε ποτέ‒ του Αντρέ Μπαζέν. Γιατί το Παρασκήνιο έκανε ακριβώς και τη δουλειά μιας Εθνικής Ταινιοθήκης. Αναδείκνυε, ψαλιδίζοντας κομματάκια από τις πρώτες σωζόμενες ελληνικές ταινίες, το άγνωστο πνευματικό περιεχόμενο του εντόπιου σινεμά.
Αυτή η δουλειά –που την ξεκίνησε στα φιλμ που συνόδευαν τις παραστάσεις του Σαββόπουλου στο Κύτταρο το 1973 και την εξέλιξε στις παραστάσεις του Ελεύθερου Θεάτρου‒ είναι μοναδικής έντασης και επιρροής σε όλους τους συγχρόνους του και τους μεταγενέστερους. Χωρίς αυτή δεν θα υπήρχαν Βακαλόπουλος, Στεφανή, Γιαννακάκης, Τριανταφυλλίδης, Τζουμέρκας ‒ για να αναφέρω ελάχιστα μόνο ονόματα, στα οποία το δικό του “σημάδι στο μέτωπο” είναι εμφανές. Μέσα από γόνιμη συνομιλία με την εργασία του έγιναν τόσο το μεγαλειώδες έργο ζωής του Φώτου Λαμπρινού Το πανόραμα του αιώνα, όσο και το παράλληλο, ανεκτίμητο Μονόγραμμα των Σγουράκηδων. Χωρίς τον τρόπο του δεν θα είχαμε και τις ανεπανάληπτες εκπομπές έρευνας της Ρένας Θεολογίδου. Πιστεύουμε δε πως και το Ζήτω το ελληνικό τραγούδι τού χρωστά πολλά – υπήρξαν άλλωστε με τον Σαββόπουλο δημιουργικοί συνομιλητές σε πολλές κρίσιμες φάσεις.
*
Για τις φιξιόν ταινίες του δεν αισθανόμαστε κατάλληλα οπλισμένοι να μιλήσουμε. Ξέρουμε όμως πως ήταν ο μόνος που φιλοδόξησε να κάνει σινεμά με τα υλικά της πιο γόνιμης σκέψης των παιδιών του ’30. Όχι των πεζογράφων –τους οποίους απομύζησαν μέχρις εξάντλησης τόσο το σινεμά όσο και η τηλεόραση‒, αλλά των ποιητών και των κριτικών της. Προσπάθησε να βρει λύσεις τόσο για το δύσκολο ζήτημα του φωτισμού του ελληνικού τοπίου, όσο και για μια κινηματογραφική ερμηνεία των ελληνικών σημαντικών κειμένων μέσα από τα σώματα των ηθοποιών (ο Καταλειφός ως Θεόφιλος και ο Λογοθέτης ως Βιζυηνός είναι κατακτήσεις μες στον ελληνικό υποκριτικό κανόνα).
Υπογραμμίζουμε πάντως ξανά πως το έργο του φωτίζεται εντελώς διαφορετικά αν απλώσεις πάνω του τα “κινηματογραφικά χειρόγραφα” του Παρασκηνίου, αλλά και τα εξομολογητικά, αφημένα σε μιαν άλλου τύπου συγκίνηση, διηγήματά του.
*
Τον συναντήσαμε ένα μεσημέρι του 1997 στη Λυκόβρυση. Μας μίλησε για τον Όζου, τον καλύτερο σκηνοθέτη όλων των εποχών – το είπε χωρίς καμιά δραματική υπογράμμιση, ως αναμφισβήτητο τέλος του δικού του σινεφίλ ταξιδιού. Για τα χρόνια του πλάι στον Αλέξη Δαμιανό. Για τη βραδιά που ο Χατζιδάκις επισκέφτηκε το Κύτταρο. Για τη Λίνα Νικολακοπούλου και τη θητεία της στο Παρασκήνιο. Για το ψευδοδίλημμα “Έλληνας ή Ευρωπαίος”. Για έναν τρόπο να κινηματογραφείς την Ιστορία δίχως να γίνεσαι μανιχαϊστής. Για την Υβόννη, το κορίτσι που ερωτεύτηκε μια ολόκληρη γενιά θεατών και δρώντων. Για τον γιο τους Αργύρη, που μεγάλωσε στο αληθινό παρασκήνιο του θεάτρου και στη μουβιόλα, στο πνεύμα του μπουλουκιού και της ολονύκτιας συζήτησης. Για την αγωνία διάσωσης του Παρασκηνίου και του πολύτιμου αρχείου της Cinetic.
Και ίσως έτσι πρέπει να τελειώσει ο μικρός αυτός φόρος τιμής στον Λάκη Παπαστάθη, στην παρέα και στο μονοπάτι του. Με την άνω τελεία της μη συμπερίληψης και αρχειοθέτησης του Παρασκηνίου στην ολότητά του στην πλατφόρμα του ERTFLIX. Το Παρασκήνιο ‒τη στιγμή που τουλάχιστον γράφεται αυτό το κείμενο‒ είναι εκκωφαντικά απόν από την πλατφόρμα, που ήδη μετράει κάποια χρόνια ζωής και αποδοχής.
Τόσο αυτό, όσο και το Μονόγραμμα όχι μόνο θα έπρεπε να συνεχίζονται εσαεί από ορισμένους διαδόχους σκηνοθέτες, αλλά θα μπορούσαν να αποτελούν και την ύλη ολόκληρου καναλιού της ΕΡΤ, αντίστοιχου με το ARTE. Για μας το να υπάρχει θαμμένη και αναξιοποίητη μια τέτοια κληρονομιά είναι κάτι βαθιά ανησυχητικό, που ελπίζει κανείς να είναι γεγονός τυχαίο και περιστασιακό.
Δεν μπορεί ωστόσο ένα κείμενο τιμής σε έναν τέτοιο δημιουργό να αναγκάζεται να υποβιβαστεί στην κατάληξή του σε κείμενο παραπόνων. Θα έπρεπε απλώς να τελειώνει δοξαστικά και να συνεχίζεται με την κατάδυσή μας στα βαθιά νερά του αρχείου του, αν το τελευταίο ήταν προσβάσιμο.
Μακάρι ο χρόνος να βοηθήσει να σβηστεί αυτή η άνω τελεία. Και ο φόρος τιμής να πληρωθεί με την πλήρη ψηφιακή αποκατάσταση του Παρασκηνίου και με τα απλά αυτά λόγια: Δόξα, τιμή και ευγνωμοσύνη στον Λάκη Παπαστάθη και στο βλέμμα του.
Links
Δυο αποσπάσματα από συνεντεύξεις από το αρχειο της ΕΡΤ
Συνέντευξη σχετικά με την ταινία Ευδοκία του Αλέξη Δαμιανού
Ραδιοφωνική συνέντευξη στην Λίνα Νικολακοπούλου στην εκπομπή Με τα πόδια στην αλήθεια στο Κοκκινο 105,5