Χαράλαμπος Βασιλειάδης «Τσάντας»,
ο στιχουργός των στιχουργών
Ο Χαράλαμπος Βασιλειάδης γνωστός και ως «Τσάντας» (1907 – 16 Μαΐου 1972) (έτος θανάτου σύμφωνα με τον καλλιτέχνη Γιώργο Ζαμπέτα) ήταν Έλληνας στιχουργός ρεμπέτικων και λαϊκών τραγουδιών. Γεννήθηκε στο Ρένκιοϊ της Τρωάδας (σήμερα Erenköy του Çanakkale) το 1907. Σε ηλικία επτά ετών ήλθε στην Αθήνα και μαθήτευσε στην Λεόντειο Σχολή. Ήξερε να μιλά και να μεταφράζει σε πολλές γλώσσες, όπως αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά, γερμανικά. Υπήρξε επαγγελματίας μεταφραστής, ενώ εργάστηκε και στο Υπουργείο Ναυτικών. Στον Παμμικρασιατικό Σύλλογο τα τελευταία χρόνια του 30΄, γνώρισε τον στιχουργό Κώστα Κοφινιώτη και σ΄αυτόν εμπιστεύτηκε τους πρώτους του στίχους. Αργότερα πέρασε στο χώρο των δισκογραφικών εταιρειών. Η πρώτη επίσημη δισκογραφική του παρουσία χρονολογείται το Δεκέμβρη του 1946 με το “Δυο καρπούζια σ’ ένα χέρι” σε μουσική του Στελλάκη Περπινιάδη, ωστόσο είχε κιόλας ξεχωρίσει προπολεμικά με το «Μπρος στον Αγιο Σπυρίδωνα», που έγινε μεγάλη επιτυχία με την Ιωάννα Γεωργακοπούλου. Ο Χαράλαμπος Βασιλειάδης έμεινε γνωστός στην ιστορία του λαϊκού τραγουδιού, ως «Τσάντας», παρατσούκλι που του «κόλλησε» ο Στράτος Παγιουμτζής, καθώς ο Βασιλειάδης γύριζε στα στέκια των μουσικών στην οδό Ίωνος, στην Ομόνοια, με ένα χαρτοφύλακα γεμάτο στίχους. Μερικές φορές χάριζε τους στίχους του σε άλλους στιχουργούς κι άλλοτε πάλι διόρθωνε ή συμπλήρωνε τους στίχους συναδέλφων του. Συνεργάστηκε με συνθέτες όπως ο Γιώργος Ζαμπέτας και ο Γιάννης Παπαϊωάννου. Στίχους του ερμήνευσαν μεταξύ άλλων οι: Τόλης Βοσκόπουλος, Βασίλης Τσιτσάνης, ο Πάνος Γαβαλάς, η Πόλυ Πάνου Σύμφωνα με μαρτυρίες και πληροφορίες που συλλέξαμε από διάφορες πηγές ο Χαράλαμπος Βασιλειάδης γεννήθηκε στο Τσανάκ Καλέ της Μικράς Ασίας το 1902. Με τα προσφυγικά κύματα έρχεται στην Ελλάδα. Ήταν μορφωμένος και γλωσσομαθής και για τον λόγο αυτό ασχολήθηκε με μεταφράσεις κειμένων όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Γιάννης Παπαϊωάννου στην αυτοβιογραφία του («Ντόμπρα και Σταράτα» επιμέλεια Κώστας Χατζηδουλής, εκδόσεις Κάκτος, 1982). Η πρώτη του επίσημη παρουσία στην δισκογραφία, σύμφωνα με τις ετικέτες των δίσκων, καταγράφεται το Δεκέμβρη του 1946 στην Columbia, με το «Δυο καρπούζια σ’ ένα χέρι» {DG 6620} σε μουσική του Στελλάκη Περπινιάδη. Όμως ο Βασιλειάδης είχε ήδη ξεχωρίσει προπολεμικά για την στιχουργική του δεινότητα. Μια μεγάλη επιτυχία της Ιωάννας Γεωργακοπούλου, το περίφημο «Μπρος τον Άγιο Σπυρίδωνα» όπως αποκαλύφτηκε πια, φέρει την υπογραφή του. Βασιλειάδης είναι γνωστός στο κύκλωμα της τραγουδοποιίας με το παρατσούκλι Τσάντας ο λόγιας. Έτσι τον αποκαλούσε χαρακτηριστικά ο χιουμορίστας και πλακατζής Στράτος Παγιουμτζής και του… έμεινε. Το ίδιο είχε συμβεί και με το «Βλάχος» που κόλλησε στον Τσιτσάνη. Ακόμα και σήμερα αν μιλήσεις με κάποιον παλαιότερο δημιουργό ή ερμηνευτή δεν θα συνεννοηθείς ποτέ λέγοντας «Βασιλειάδης», αλλά σίγουρα θα βρεις την άκρη με το «Τσάντας» που στα χρόνια υπερίσχυσε του «Λόγιας». Το «Τσάντας» ήταν εύστοχο γιατί ο Βασιλειάδης γυρνούσε στα στέκια των μουσικών στην Ίωνος, με έναν χαρτοφύλακα γεμάτο στίχους. Οι συνθέτες τον πλησίαζαν, ζητώντας του «υλικό» κι εκείνος άνοιγε την τσάντα κι έβγαζε τα στιχάκια του. Πολλές φορές έγραφε κατά παραγγελία. Του υπαγόρευαν το θέμα κι εκείνος πίνοντας το καφεδάκι του στο μπαράκι του «Μάριου», έπαιρνε χαρτί και μολύβι και εκτελούσε «τας διαταγάς» Γεγονός είναι ότι ο Τσάντας, τα μεταπολεμικά χρόνια κυριάρχησε με την πένα του στην δισκογραφία και γενικότερα στο χώρο του.
Πολυγραφότατος, ευρηματικός και αστείρευτος κινήθηκε με άνεση και απλότητα σε όλα τα μήκη και πλάτη του τραγουδιού. Από «ελαφρολαϊκά» των Άκη Σμυρναίου («Η τράτα», «Το τελευταίο γράμμα», «Ζαφείρα» με την Μαριάννα Χατζοπούλου, «Ένα φιλάκι» με την Ούλα Μπάμπα) και Νίκου Γούναρη («Σκαλί καλέ μου σκαλί», «Στο ψηλό το μπαλκονάκι», «Μαχαραγιάς αν ήμουνα») μέχρι βαριά λαϊκά όπως τα «Φέρτε μια κούπα με κρασί» σε μουσική Απόστολου Καλδάρα με τον Πρόδρομο Τσαουσάκη, «Όταν κοιμάται ο δυστυχής» του Βασίλη Καραπατάκη με τον Τάκη Μπίνη, «Απόψε μ’ εγκατέλειψες» του Στέλιου Χρυσίνη με την Ρένα Στάμου, «Η λαδιά» του Ανέστου Αθανασίου ή Γύφτου με τον Βαγγέλη Σοκορέλη και την Ανθούλα Αλιφραγκή, «Εσύ ‘σαι αριστοκράτισσα» του Λ. Μπουρνέλη με τον Γιώργο Ταλιούρη, «Σκαλοπάτι-σκαλοπάτι» και «Σκαλί, σκαλί κατέβηκα» του Γιώργου Λαύκα, «Σάπιο σανίδι πάτησα» του Γεράσιμου Κλουβάτου κ.α. Ξεχωριστές και πολυαγαπημένες στιγμές τα «Η άμαξα μεσ’ την βροχή» και «Πεντάμορφη» του Χατζηχρήστου και οι θρυλικοί «Γλάροι» σε μουσική Νίκου Μεϊμάρη με το μελωδικό ντουέτο των Πάνου Γαβαλά και Βούλας Γκίκα. Ο Γαβαλάς ερμήνευσε πολλές δημιουργίες του Τσάντα. Ανάμεσά τους τον πρώτο λόγο κατέχει το «Σιγανοψιχάλισμα» με το οποίο και καθιερώθηκε στην δισκογραφία το 1956. Άλλες όμορφες καταθέσεις τους: «Για κρατήστε με πια φίλοι» σε μουσική Βαγγέλη Πρέκα, «Μην αργείς κι αργοπεθαίνω» του Χρυσίνη, «Γύρνα πάλι στο φτωχοκάλυβό μας» του Παναγιώτη Πετσά και το επιτυχημένο «Μ’ έκανε η αγάπη σου ξενύχτη» του δεξιοτέχνη μπουζουξή Αντώνη Κατινάρη.
Αλλά μήπως υστερούν σε μαγεία και χάρη οι «Σεβιλιάνες» σε μουσική του Λαύκα και το «Όλα ξεχάστηκαν» του Γιάννη Σταμούλη ή Μπιραλάχ που σφράγισε με τη φωνή της η Στέλλα Χακίλ, το «Φυσάει ο μπάτης» της Γεωργακοπούλου, η «Μαγκάλα» του Ατταλίδη, οι «Παρτίδες» του Μανώλη Χιώτη; Τι μπορεί να πει κανείς για τόσο απλές αλλά έντονα δραματικές στιγμές, όπως αυτές που ξετυλίγονται στο ανεπανάληπτο «Μη μου ξυπνάς το παρελθόν» του Κάξου και στη «Γόπα» του Φώτη Χαλουλάκου..
Ο τελευταίος είχε δηλώσει σχετικά στον Τάσο Σχορέλη («Ρεμπέτικη Ανθολογία», τόμος Δ, εκδόσεις Πλέθρον, 1981): «Στον Τσάντα χρωστάω πολλά. Κι όχι μόνο εγώ. Και ποιον δεν βοήθησε; Αυτός με πήγε στην Odeon. Για τον Τσάντα πρέπει να γραφτούνε πολλά γιατί του αξίζει. Ολόκληρο βιβλίο… Παίζαμε σ’ ένα ουζερί στη Βάθη με τον Κυριαζή. Εκεί με στίχους του Τσάντα έγραψα τη «Γόπα». Την τραγούδησε ο Γιάννης και αυτός ήταν ο πρώτος του δίσκος».
Με στίχους του Τσάντα έκανε το ντεμπούτο σαν συνθέτης στο γραμμόφωνο και ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, το 1949, με το «Καντήλι τρεμοσβήνει» που ερμήνευσαν οι Στελλάκης, Σούλα Καλφοπούλου και Μάρκος Βαμβακάρης. Η συνεργασία τους συνεχίστηκε με τα «Πήρα την στράτα την κακιά» που τραγούδησε η Πόλυ Πάνου και «Ξένο σπίτι, ξένες πόρτες» με τον Τσαουσάκη. Επίσης ο Σπύρος Ζαγοραίος ενώ ξεκίνησε την πορεία του στο τραγούδι το 1952 με μια δημιουργία του Τσιτσάνη, η πρώτη ουσιαστικά εγγραφή του θεωρείται αυτή που πραγματοποίησε 6 χρόνια μετά στο αθάνατο «Άναψε το τσιγάρο» των Κλουβάτου – Τσάντα στην Odeon. Το ίδιο τραγούδι ηχογράφησε λίγους μήνες αργότερα και η Καίτη Γκρέυ για λογαριασμό της «αντίπαλης» Columbia. Η Γκρέυ συνέδεσε το όνομά της με ένα μεγάλο σουξέ των Χρυσίνη – Τσάντα, το «Κάτσε στον καναπέ μου».
Στίχους του Βασιλειάδη μελοποίησε και ο Τσιτσάνης. Ανάμεσα τους περιλαμβάνεται και «Το πικραμένο αγόρι» με τη φωνή Τσαουσάκη που τόσο πολύ αγάπησε ο Μάνος Χατζιδάκις ώστε να το συμπεριλάβει στα «Πέριξ» με τη Βούλα Σαββίδη και σε οργανική μορφή στον «Σκληρό Απρίλη του ’45».
Ο επίλογος ανήκει στον ερευνητή Κώστα Χρηστίδη: «Μια σχετικά πρόσφατη διαμάχη στα μουσικά μας πράγματα ξανάφερε το όνομα του Χαράλαμπου Βασιλειάδη, του θρυλικού Τσάντα, στην επιφάνεια. Συζητώντας καλόπιστα το θέμα με φίλους που νοιάζονται για το λαϊκό τραγούδι και τα πρόσωπα που έγραψαν την ιστορία του, παρατηρήσαμε ότι έλειψαν οι φωνές εκείνες που θα έπαιρναν το μέρος του Τσάντα τριαντα δύο χρόνια μετά τον θάνατό του. Αξιολογώντας το έργο του Τσάντα, θα μπορούσαμε να πούμε ότι πέραν της ευχέρειας που είχε στο γράψιμο – ο αριθμός των τραγουδιών του πλησιάζει τα 1000 – ο Χαράλαμπος Βασιλειάδης αναμόρφωσε στιχουργικά το λαϊκό μας τραγούδι. Βοήθησε συνθέτες, τραγουδιστές, τραγουδίστριες που οι περισσότεροι εξ αυτών του το ανταπέδωσαν με αχαριστία. Εξαιρώ του Γιώργο Ζαμπέτα και Στράτο Καμενίδη που τον υπεραγαπούσαν.
Έζησε μια λιτή ζωή στα προσφυγικά της Νέας Φιλαδέλφειας. Έμενε Αδριανουπόλεως και Σαρδέων γωνία, απέναντι από το γήπεδο του Ιωνικού. Έντιμος υπέρ το δέον. Δεν φρόντισε να επωφεληθεί ούτε από την συγγένεια του με τον Γεώργιο Παπαδόπουλο, ο οποίος σε πρώτο γάμο είχε παντρευτεί με την αδελφή του Τσάντα το 1943. Σε κάποια τραγούδια του χρησιμοποίησε το επίθετο “Ταμβάκης”, πατρικό όνομα της συζύγου του Άννας. Πέθανε πάμφτωχος το 1970. Από το περιοδικό “Μοντέρνο Τραγούδι” του Κώστα Μάνεση πληροφορηθήκαμε το τέλος του. Επίσης ο Άγγελος Μηλιάδης έγραψε στην Βραδυνή την 19-5-1970: Τελείωση η αγωνία του Χαράλαμπου Βασιλειάδη. Θεωρούμε απαράδεκτη την τακτική των δισκογραφικών εταιριών, να μην εκδώσουν ούτε ένα αφιέρωμα στο έργο του. Η ζωή απέδειξε ότι τα τραγούδια του Χαράλαμπου Βασιλειάδη θα τραγουδιούνται στον αιώνα τον άπαντα θυμίζοντάς μας πόσο μεγάλο κεφάλαιο υπήρξε για το ελληνικό τραγούδι»