Νίκος Καρβέλας
Ένας παρεξηγημένος ανανεωτής του ελληνικού τραγουδιού

γράφει ο Σταύρος Βεργίδης
Το έργο του Νίκου Καρβέλα αποτελεί μία από τις πιο ιδιότυπες και μακρόβιες διαδρομές της σύγχρονης ελληνικής μουσικής. Πέρα από τις εύκολες ταμπέλες και τις στιγμιαίες εντυπώσεις που συνόδευσαν την καριέρα του, η δημιουργία του Καρβέλα διακρίνεται από συνθετική πρωτοτυπία, αισθητική συνέπεια και γνήσιο πειραματισμό με τη φόρμα του λαϊκού και της ποπ μουσικής.
Από τη δεκαετία του ’70 έως σήμερα, ο Καρβέλας υπήρξε σταθερά ανήσυχος, απορρίπτοντας τον καθωσπρεπισμό της εγχώριας μουσικής βιομηχανίας (αν και η λέξη βιομηχανία είναι μάλλον υπερβολική, για τη μικρή χωρα μας). Ανέμειξε λαϊκά με ροκ, ποπ, ηλεκτρονικά στοιχεία, θεατρικότητα και ειρωνεία, διαμορφώνοντας ένα προσωπικό ύφος που, αν και συχνά αμφιλεγόμενο, παραμένει συνεκτικό και αναγνωρίσιμο. Η σχέση του με τη μελωδία είναι οργανική: οι συνθέσεις του, ακόμα και οι πιο «εύκολες» εμπορικά, διαθέτουν δομική ευφυΐα και ρυθμική οικονομία που τις καθιστά λειτουργικές και διαχρονικές.
Η στιχουργική του —είτε πρόκειται για τραγούδια ειρωνικά και παιγνιώδη, είτε για βαθιά μελαγχολικές εξομολογήσεις— εκφράζει ένα υπαρξιακό βλέμμα απέναντι στον έρωτα, τη μοναξιά και την αστική αλλοτρίωση. Πίσω από την πρόκληση και το χιούμορ, κρύβεται μια έντονη ανάγκη για αυθεντικότητα, για απελευθέρωση από κάθε κοινωνική προκατάληψη.
Το γεγονός ότι το έργο του παραμένει δημοφιλές και συζητήσιμο για σχεδόν πέντε δεκαετίες αποδεικνύει την ανθεκτικότητά του στον χρόνο. Η μουσική του μπόρεσε να εκφράσει διαδοχικές γενιές, όχι επειδή ακολούθησε τις μόδες, αλλά επειδή καθρέφτισε με ειλικρίνεια το πνεύμα της εποχής — από τη δεκαετία της υπερβολής και του lifestyle μέχρι τη μετέπειτα ειρωνεία και απογοήτευση της νεωτερικότητας.
Σε μια χώρα όπου η ποπ μουσική αντιμετωπίστηκε επί μακρόν με καχυποψία, ο Νίκος Καρβέλας υπήρξε πρωτοπόρος της ελληνικής ποπ κουλτούρας, όχι ως μίμηση δυτικών προτύπων, αλλά ως δημιουργός που αναζήτησε έναν καθαρά ελληνικό τρόπο έκφρασης μέσα στο πλαίσιο της σύγχρονης αστικής ζωής. Ο Νίκος Καρβέλας είναι ένας δημιουργός με συνείδηση του ρόλου του, τόλμη στην έκφραση και διάθεση αυτοανατροπής. Το έργο του αξίζει να επανεκτιμηθεί πέρα από τα κλισέ και τις τηλεοπτικές εικόνες, ως μια συνεκτική, πολυσχιδής και βαθιά προσωπική συμβολή στη νεότερη ελληνική μουσική.

Ο Νίκος Καρβέλας υπήρξε και παραμένει μια από τις πιο παρεξηγημένες προσωπικότητες της ελληνικής μουσικής. Αν και δημιούργησε δεκάδες τραγούδια που αγαπήθηκαν από το ευρύ κοινό, για χρόνια αντιμετωπίστηκε με σνομπισμό από ένα μέρος της κριτικής και του καλλιτεχνικού χώρου. Ίσως γιατί δεν ταίριαζε σε καμία “καθαρή” κατηγορία· ήταν ταυτόχρονα ποπ, λαϊκός, ροκ και πρωτοποριακός. Η αλήθεια είναι πως ο Καρβέλας έγραψε πολλά και εξαιρετικά τραγούδια: από τα καθαρά λαϊκά και τις μεγάλες μπαλάντες μέχρι τα ηλεκτρονικά, θεατρικά ή ειρωνικά πειράματά του. Υπήρξε ανήσυχος δημιουργός, χωρίς φόβο να συνδυάσει το απλό με το σύνθετο, το λαϊκό συναίσθημα με τη μοντέρνα φόρμα. Αυτή η ποικιλία δεν ήταν ένδειξη ασυνέπειας — ήταν η απόδειξη μιας σπάνιας ελευθερίας. Το τραγούδι για τον Καρβέλα δεν ήταν ποτέ απλώς ψυχαγωγία. Ήταν έκφραση, θεατρικότητα, σχόλιο και αυτοσαρκασμός. Πίσω από την ειρωνεία, συχνά κρύβεται μια βαθιά ευαισθησία· πίσω από τη σάτιρα, μια έντιμη ματιά στην ανθρώπινη αδυναμία. Οι μελωδίες του, απλές φαινομενικά, έχουν μια υποδόρια μουσικότητα που τις καθιστά διαχρονικές. Δεν είναι τυχαίο ότι πολλά τραγούδια του — είτε ερμηνευμένα από την Άννα Βίσση είτε από άλλους καλλιτέχνες — έχουν περάσει στη συλλογική μνήμη.
Υπηρέτησε τόσο τη σχολή των τραγουδοποιών με τραγούδια που ηχογράφησε με τη φωνή του, όσο και την “εμπορική” λεγόμενη δισκογραφία με τραγούδια, επιτυχίες τα πιο πολλά, που έγραψε για πολλούς τραγουδιστές και φυσικά για την Άννα Βίσση της οποίας υπήρξε και είναι ο κύριος στυλοβάτης της δισκογραφίας της.
Πέρα από το τραγούδι όμως σε μια δημιουργική υπέρβαση συνέθεσε 3 “όπερες” τους Δαίμονες, τη Μάλα και τις Καμπάνες του Εντελβάις που έδειξαν ότι έχει κι άλλες ανησυχίες και το αποτέλεσμα μάλλον τον δικαίωσε καλλιτεχνικά όσο κι αν δεν έλαβε από το “σινάφι” των μουσικών και των τραγουδοποιών την αναγνώριση που δικαιούται. Αρκεί βέβαια ότι τον στήριξε το κοινό, όσο κι αν το οικονομικό κόστος αυτών των φιλόδοξων παραγωγών δεν καλύφθηκε ούτε από τα εισιτήρια ούτε από κρατικές επιχορηγήσεις που δεν έχει πάρει ποτέ (σε αντίθεση με άλλους “μεγάλους” κρατικοδίαιτους δημιουργούς).
Η κριτική που τον αγνόησε ή τον υποτίμησε για χρόνια παρέβλεψε τη συνέπεια και την πρωτοτυπία του. Ο Καρβέλας δεν ανήκε σε “ρεύμα”, γιατί υπήρξε ο ίδιος ρεύμα από μόνος του. Έφερε το λαϊκό τραγούδι σε επαφή με την ποπ κουλτούρα, το χιούμορ, την τεχνολογία και την αστική ειρωνεία, πολύ πριν αυτά θεωρηθούν αποδεκτά στην Ελλάδα.

Σήμερα, με την απόσταση του χρόνου, γίνεται ολοένα πιο φανερό ότι ο Νίκος Καρβέλας δεν υπήρξε απλώς ένας επιτυχημένος τραγουδοποιός — υπήρξε φαινόμενο. Ένας δημιουργός που, με τις αντιφάσεις και την αυθεντικότητά του, εξέφρασε μια ολόκληρη εποχή, αλλά και προανήγγειλε πολλές από τις μεταγενέστερες εξελίξεις στο τραγούδι και στην ελληνική μουσική.
Ο Νίκος Καρβέλας ως στοχαστής και συγγραφέας
Η ειρωνεία ως φιλοσοφική στάση
Πέρα από τη μουσική του δημιουργία, ο Νίκος Καρβέλας έχει εκφράσει μια ιδιότυπη φιλοσοφική κοσμοθεωρία, η οποία διατρέχει τόσο τα γραπτά του όσο και τον δημόσιο λόγο του. Πίσω από τον εκκεντρικό, συχνά ανατρεπτικό του λόγο, κρύβεται μια συνεκτική φιλοσοφική στάση απέναντι στην ανθρώπινη ύπαρξη: ένας μίγμα μηδενισμού, ειρωνείας και υπαρξιστικής διαύγειας, που συνδέει την τέχνη του με την παράδοση των “αιρετικών” στοχαστών.
Στα κείμενα και συνεντεύξεις του, αλλά και στα προσωπικά του γραπτά (όπως στα λιγότερο γνωστά ημερολογιακά του σημειώματα ή τα φιλοσοφικά αποσπάσματα που έχει κατά καιρούς δημοσιεύσει), ο Καρβέλας διατυπώνει μια φιλοσοφία του παραλόγου: ο κόσμος δεν έχει “νόημα” προκαθορισμένο· ο άνθρωπος δημιουργεί το νόημα μέσα από το παιχνίδι, την τέχνη, τον έρωτα και την αποτυχία. Πρόκειται για μια κοσμοθεωρία βαθιά καλλιτεχνική, που θυμίζει τη γραμμή Καμύ – Κούντερα – Σαρτρ, αλλά αποδομείται με χιούμορ και αυτοειρωνεία. Ο ίδιος φαίνεται να αρνείται τον ρόλο του «διανοούμενου» με τον ίδιο τρόπο που αρνήθηκε τον ρόλο του «σοβαρού καλλιτέχνη» — όμως, μέσα από αυτή την άρνηση, διατυπώνει μια αυθεντική στάση ζωής. Η ειρωνεία του Καρβέλα δεν είναι επιφανειακή ή απλώς σκανδαλιστική· είναι υπαρξιακή άμυνα. Μέσα από τον αυτοσαρκασμό και την αποδόμηση των “ιεροτήτων”, ασκεί φιλοσοφική κριτική στην ψευδαίσθηση της σοβαροφάνειας, του καθωσπρεπισμού και της δήθεν πνευματικότητας. Στην ουσία, υπερασπίζεται το δικαίωμα του καλλιτέχνη να είναι αυθεντικός, αντιφατικός, θνητός — και να γελάει με τον εαυτό του. Αυτή η στάση τον φέρνει κοντά στους σοφούς γελωτοποιούς της παράδοσης, από τον Διογένη μέχρι τον Όσκαρ Ουάιλντ.

Σε πολλά τραγούδια και γραπτά του επανέρχεται το τρίπτυχο έρωτας – πίστη – απουσία νοήματος. Ο Καρβέλας δεν απορρίπτει την πνευματικότητα· απλώς την αποκαθηλώνει από το ιερατείο της σοβαρότητας. Η πίστη, για εκείνον, δεν είναι δογματική· είναι μια κατάσταση δημιουργικής τρέλας, μια ανάγκη να πιστεύεις παρ’ όλο που γνωρίζεις ότι όλα είναι προσωρινά. Εδώ αγγίζει, έστω άθελά του, τον πυρήνα της τραγικής ελληνικής φιλοσοφίας: τη συνύπαρξη του γέλιου και της επίγνωσης. Ένας αντι-διανοούμενος στοχαστής Ο Καρβέλας δεν θέλησε ποτέ να “ανήκει” στη διανόηση, κι όμως πολλά από όσα γράφει και λέει αποκαλύπτουν διαύγεια και στοχαστική ειλικρίνεια. Η σκέψη του είναι περισσότερο καλλιτεχνική παρά ακαδημαϊκή, εκφράζεται μέσα από μορφές, εικόνες, προκλήσεις — όχι θεωρήματα. Αυτό τον καθιστά αυθεντικό στοχαστή της πράξης, όχι της θεωρίας. Η φιλοσοφία του είναι βιωματική: η αποτυχία, η φθορά, η αμφιβολία είναι τα υλικά του ίδιου κόσμου που μετατρέπει σε τέχνη.
Ο Νίκος Καρβέλας δεν είναι απλώς συνθέτης ή στιχουργός· είναι ένας σύγχρονος φιλόσοφος του παραλόγου, ένας καλλιτέχνης-στοχαστής που χρησιμοποίησε τη μουσική, τον λόγο και την ειρωνεία για να μιλήσει για την ανθρώπινη συνθήκη. Η αξία του συγγραφικού και φιλοσοφικού του έργου βρίσκεται ακριβώς εκεί όπου πολλοί δεν κοίταξαν: στη σοφία της απλότητας και στην ειλικρίνεια του γελοίου.
Στην τελευταία συνέντευξη που παραχώρησε ο Νίκος Καρβέλας στην εκπομπή Rainbow Mermaids (ή «Mermaids»/«Rainbow Mermaids») αποκαλύπτει αρκετά για τη στάση του, την αυτοαντίληψή του και το πώς βλέπει το έργο του και το τραγούδι γενικότερα.
Επιλεγμένα σημεία της συνέντευξης
Ο Καρβέλας αναφέρθηκε στη σχέση του με την Άννα Βίσση και στο σπίτι που έκτισαν «μαζί από το μηδέν» — «Δεν είναι μόνο το σπίτι της Άννας. Είναι από κοινού. Είναι το σπίτι μας. Απλά δεν μένω εγώ πια εδώ, μένει η Άννα».
Περιέγραψε τη γνωριμία τους όταν εκείνη ήταν 16 ετών: «Το μόνο που με ενδιέφερε τότε ήταν αν είναι ωραία γκόμενα». Μίλησε ανοιχτά για τον δύσκολο χωρισμό τους — ειδικά στην περίοδο της παράστασης Δαίμονες — λέγοντας πως ο ίδιος βρέθηκε «σε φάση καταθλιπτική, μανιακή, υστερική, ό,τι θες! Εκτός τόπου και χρόνου». Εξέφρασε έντονη κριτική για το είδος του «έντεχνου τραγουδιού»: «Η εντεχνίλα άρχιζε να σαπίζει όταν σταμάτησε το ωραίο ελληνικό τραγούδι … έγινε έντεχνο, δηλαδή το τραγούδι των ατάλαντων, των δυσκοίλιων. … Το έντεχνο είναι το τραγούδι της δυσκοιλιότητας».
Επίσης έκανε δηλώσεις για την εκκλησία: «Η Εκκλησία είναι μία στημένη επιχείρηση. Οικονομάνε τα αμύθητα πλούτη και οι άνθρωποι επιμένουν να θέλουν τη θρησκεία, τον Θεό και τους παπάδες».
Η αυτοειρωνεία του Καρβέλα είναι καθαρή — δεν αποφεύγει να μιλήσει για αδυναμίες, για το πώς βίωσε ο ίδιος συναισθηματικά την εποχή του χωρισμού, την κατάθλιψη, την αίσθηση ότι ήταν «εκτός τόπου και χρόνου». Αυτό δείχνει μια στάση ειλικρίνειας και αποδοχής της ανθρώπινης πλευράς του. Από την άλλη, η κριτική του προς το «έντεχνο» τραγούδι είναι αρκετά σκληρή, σχεδόν προκλητική. Αυτό δείχνει πως δεν φοβάται να τοποθετηθεί «εκτός της νόρμας», να αμφισβητήσει κατεστημένες κατηγορίες και αισθητικές. Οι δηλώσεις του για την εκκλησία και τη θρησκεία είναι περισσότερο φιλοσοφική-κοινωνική παρά μουσική — δείχνει πως η σκέψη του δεν περιορίζεται στη μουσική παραγωγή αλλά αγγίζει ευρύτερα θέματα εξουσίας, πίστης και κοινωνίας.
Η αναφορά στο σπίτι και στη σχέση του με την Άννα Βίσση έχει και συναισθηματική ένταση αλλά και συμβολική: το «σπίτι που χτίσαμε μαζί» υπογραμμίζει ότι η δημιουργία – προσωπική και καλλιτεχνική – δεν είναι ατομικό έργο αλλά σχέσεις, κοινοί αγώνες.
Η αυστηρότητα με την οποία κρίνει το «έντεχνο» μπορεί να θεωρηθεί από κάποιους υπερβολική ή προκλητική — είναι ένδειξη της απόστασής του από κάποιες καλλιτεχνικές κοινότητες, αλλά ταυτόχρονα ενδέχεται να αποκαλύπτει μια βαθύτερη ανάγκη για «αυθεντικότητα» στη μουσική που τον απασχολεί. Όταν μιλά για τη σχέση, τη συναισθηματική του κρίση, την κατάθλιψη — υπάρχει σαφώς η ανάγκη για αυτοπροβολή της «αλήθειας» του δημιουργού, αλλά και μια μορφή μεταστροφής: από το «λάθος» και το «εκτός» στην αποδοχή. Είναι ενδιαφέρον το πόσο ανοιχτά αναφέρεται σε αυτές τις εμπειρίες — κάτι που συχνά λείπει από το «αναγνωρισμένο» καλλιτεχνικό βιογραφικό. Η σκέψη του για την εκκλησία, τη θρησκεία, μπορεί να ερμηνευτεί ως μέρος της ευρύτερης κοσμοθεώρησής του — δηλαδή: δεν δέχεται άκριτα τις δομές εξουσίας και «ιερού». Αυτό συνάδει με την καλλιτεχνική του στάση — να είναι αντισυμβατικός.
Συμπέρασμα είναι ότι η συνέντευξη λειτουργεί ως αυτό-αποκάλυψη αλλά και ως καλλιτεχνικό μανιφέστο: Ο Καρβέλας δεν είναι απλώς ένας συνθέτης που μιλά για το παρελθόν του — είναι ένας δημιουργός που χρησιμοποιεί τη συνέντευξη για να επανατοποθετήσει τη θέση του μέσα στο ελληνικό τραγούδι, να δηλώσει την ταυτότητά του, να αμφισβητήσει και να εκφράσει ιδέες.
Ταυτόχρονα, η συνέντευξη δείχνει ότι η δημιουργία για εκείνον δεν είναι αποκομμένη από τις εμπειρίες — έρωτες, χωρισμοί, ψυχικές κρίσεις — και πως η τέχνη είναι συνυφασμένη με ζωή, όχι ως «έντυπη εικόνα» αλλά ως πάλη.
Ακολουθούν 2 play list στην μία με τραγούδια με την φωνή του και στην άλλη μια ανθολογία από τραγούδια που έγραψε για άλλες φωνές, οι επιλογές ειναι σχεδόν τυχαίες και όχι ενδεικτικές!
Περισσότερα τίτλους απο τραγούδια του Νίκου Καρβέλα θα βρείτε εδώ

Related Images:


