Χάρης Κατσιμίχας
Μονόλογος στην ανηφόρα
Λόγος αψύς, καταγγελτικός και συχνά συνθηματολογικός. Λίγο λίγο όμως, οδηγήθηκαν σε αδιέξοδο, και ήταν ολοφάνερο, ότι αυτό το “κίνημα” θα έσβηνε κακήν κακώς, εάν δε συνέβαινε κάτι, κυριολεκτικά δραματικό. Και πράγματι. Αυτό το κάτι, ήταν η πτώση της δικτατορίας του ’67. Και καθώς η ζωή της χώρας σταδιακά επανερχόταν στην κανονικότητα, η “γενιά του ’70” άρχισε να μην ετεροκαθορίζεται από την άχαρη και ανελέητη, εξωτερική πραγματικότητα. Οι ποιητές στράφηκαν σε μία καθαρά εσωτερική αναζήτηση και άρχισαν να περιπλανιούνται στους “κήπους των ψιθύρων”(που ήταν πάντα ο φυσικός χώρος των ποιητών). Και ξαφνικά, άνθισαν! Έγραψαν ποίηση ισχυρή, ζεστή και μεστή, που δεν έχει τίποτα να ζηλέψει, από τη μεγαλοσύνη ενός Ελύτη ή ενός Σεφέρη.
Οι αγαπημένοι μου από αυτούς τους ποιητές είναι ο Αργύρης Χιόνης, ο Γιάννης Βαρβέρης και ο Κώστας Παπαγεωργίου (..αυτοί οι τρεις υπέροχοι παραμυθάδες!). Έκανα ό,τι μπόρεσα για να τους τραγουδήσω. Ελπίζω με όλη μου την ψυχή, να το κατάφερα.»
Χάρης Κατσιμίχας 14 Νοεμβρίου 2019
Ξεχώρισα την μελοποίηση αυτή
Μουσική – ερμηνεία: Χάρης Κατσιμίχας
Ποίηση: Κώστας Γ. Παπαγεωργίου
Τα έπιπλα είναι υπάκουα ζώα στην αρχή
ακίνητα απ’ τη θέση τους σε παρακολουθούν,
ακίνητα, ακίνητα σε παρακολουθούν.
Τραβούν κινήσεις, μέλη, εικόνες απ’ το σώμα σου
ταΐζουνε μ’ αυτές τα ξύλινά τους σπλάχνα,
σ’ αποστηθίζουν μέσα στη γυαλάδα τους.
Τα έπιπλα είναι υπάκουα ζώα στην αρχή,
τα έπιπλα είναι υπάκουα ζώα στην αρχή,
τα έπιπλα είναι υπάκουα στην αρχή.
Όσο περνάει ο καιρός τα έπιπλα αγριεύουνε
ξυπνώ τις νύχτες, τρίζουν, γαβγίζουν σαν σκυλιά,
τα έπιπλα αγριεύουνε, με τον καιρό αγριεύουνε.
Ουρλιάζοντας γυρεύουν τη φωτιά
θέλουν να ξαναγίνουν δέντρα.
Η μνήμη τους κοιμάται πράσινη παντού,
ξυπνάει όταν τινάζει τα μαλλιά του ο ξυλοκόπος,
όταν τινάζει τα μαλλιά του ο ξυλοκόπος.